Πως η διατροφή της μητέρας με junk food* κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού παίζει ρόλο στην προδιάθεση για παχυσαρκία των παιδιών
Τα παιδιά των μητέρων που τρέφονταν με junk food* (πρόχειρο φαγητό) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού παρουσιάζουν αυξημένη συσσώρευση λίπους, κάτι που συναντάται περισσότερο στους θηλυκούς απογόνους.
Έχουμε δείξει στο παρελθόν πως η διατροφή της μητέρας με junk food* κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού παίζει ρόλο στην προδιάθεση για παχυσαρκία των παιδιών.
Πραγματοποιήθηκε μελέτη/ έρευνα σε αρουραίους των δύο παρακάτω ομάδων. Οι απόγονοι αρουραίων (ομάδα Α) από μητέρες τραφείσες με το ίδιο junkfood, πλούσιο σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι, αναπτύσσουν με το πέρας της εφηβείας δριμύτερη συσσώρευση λίπους, συνοδευόμενη από αυξημένη γλυκόζη, ινσουλίνη, τριγλυκερίδια και/ ή χοληστερόλη, σε σύγκριση με τους απογόνους (ομάδα Β), που από τον απογαλακτισμό τους έχουν εκτεθεί σε διατροφή με junkfood, ενώ οι μητέρες τους, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, τηρούσαν αποκλειστικά ισορροπημένη διατροφή.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα τέκνα από μητέρες που τρέφονταν με junk food* κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού -παρόλο που μετά τον απογαλακτισμό τους ακολούθησαν μια ισορροπημένη διατροφή- παρουσίασαν αυξημένο περινεφρικό λίπος (σε σχέση με το βάρος του σώματος τους) και υπερτροφικά λιποκύτταρα σε σύγκριση με τα τέκνα που δεν είχαν εκτεθεί ποτέ σε junk food*.
Αυτή η μελέτη δείχνει ότι η αυξημένη συσσώρευση λίπους ήταν πιο ενισχυμένη στα θηλυκά από ότι στα αρσενικά τέκνα. Αναλύσεις γονιδιακής έκφρασης έδειξαν αύξηση σε: αυξητικό παράγοντα ινσουλίνης*, λεπτίνη*, αδιπονεκτίνη* και άλλων παραγόντων που σχετίζονται με το βάρος και τον μεταβολισμό του οργανισμού των θηλυκών που τρέφονταν με junk food*, σε σχέση με τα θηλυκά που δεν είχαν τραφεί ποτέ με junk food*.
Αλλαγές στην έκφραση του γονιδίου δεν σημειώθηκαν σε αρσενικά τέκνα που τρέφονταν με junk food* (με εξαίρεση κάποιες αλλαγές σε ορισμένους ρυθμιστικούς παράγοντες του μεταβολισμού) σε σχέση με τα αρσενικά που δεν είχαν τραφεί ποτέ με junk food*.
Συνεπώς, η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει πως η διατροφή της μητέρας με junk food* προωθεί την συσσώρευση λίπους, την πρώιμη έναρξη υπεργλυκαιμίας, υπερινσουλιναιμίας ή /και της υπερλιπιδαιμίας στα τέκνα της.
Βάσει αυτών των παρατηρήσεων, διαπιστώθηκε ότι οι αρσενικοί και θηλυκοί απόγονοι εμφανίζουν διαφορετική μεταβολική, κυτταρική και μοριακή ανταπόκριση στη συσσώρευση λίπους (αύξηση πάχους) που προκαλείται από διατροφή junk food*.
Η παραπάνω έρευνα επισφραγίζει την σπουδαιότητα της ισορροπημένης και υγιεινής διατροφής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, για την προαγωγή της καλής υγείας των παιδιών στο μέλλον.
junk food*: Λέγοντας “junk food” ή σε ελληνική μετάφραση “πρόχειρο φαγητό” εννοούμε τη διατροφή που είναι πλούσια σε αλάτι, λίπος, ζάχαρη, συντηρητικά και περιττές θερμίδες, αλλά φτωχή σε θρεπτική αξία. Μια διατροφή junk food μπορεί να περιλαμβάνει τροφές όπως: χάμπουργκερ, τηγανιτές πατάτες, λιπαρά και αλμυρά σνακ, αναψυκτικά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, παγωτά και γλυκά με συντηρητικά κ.ά. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το junk food είναι το αντίθετο της σπιτικής κουζίνας που βασίζεται σε επιλεγμένες και υγιεινές τροφές, με σωστό τρόπο συντήρησης και παρασκευής.
Ινσουλίνη*: ορμόνη που παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό των υδατανθράκων (σακχάρων) του οργανισμού.
Λεπτίνη*: ορμόνη που ρυθμίζει τις καύσεις του λίπους, τηνενεργειακή πρόσληψη, συμπεριλαμβανομένης της όρεξης, της πείνας, του μεταβολισμού και της συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, η λεπτίνη είναι η ορμόνη που ρυθμίζει το βάρος του σώματος. Είναι αυξημένη στους παχύσαρκους.
Αδιπονεκτίνη*: ορμόνη που σχετίζεται με τη ρύθμιση των επιπέδων της γλυκόζης και τον καταβολισμό των λιπαρών οξέων. Τα επίπεδα αυτής της ορμόνης στο αίμα συνδέονται με το ποσοστό σωματικού λίπους στα ενήλικα άτομα.
Πηγή: Publication: The Journal of physiology, Institution: The Royal Veterinary College, Department of Veterinary Basic Sciences, Royal College Street, London.